- κίννας
- κίννᾱς , κίνναway barleyfem acc plκίννᾱς , κίνναway barleyfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κίννας — (Cinna). Επώνυμο οικογένειας Ρωμαίων πατρικίων. 1. Γάιος Έλβιος (Gaius Helvius, 1ος αι. π.Χ.). Ποιητής. Ήταν σύγχρονος και φίλος του Κάτουλλου και του Βιργιλίου. Έγραψε ένα μυθολογικό έπος με τον τίτλο Σμύρνα, το οποίο αναφερόταν στον αφύσικο… … Dictionary of Greek
Ακαδημία ή Ακαδήμεια — Προάστιο της αρχαίας Αθήνας, στον έξω Κεραμεικό, κοντά στην όχθη του Κηφισού στα νότια του Ιππίου Κολωνού (βλ. λ. Κολωνός). Το όνομά του το πήρε από τον πρώτο του οικιστή, τον ήρωα Ακάδημο (ή Εκάδημο). Η Α. ήταν ιερό άλσος, που το τείχισε τον 6ο… … Dictionary of Greek
Κορνέιγ, Πιερ — (Pierre Corneille, Ρουέν 1606 – Παρίσι 1684). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας. Αρχικά σπούδασε σε ένα σχολείο ιησουιτών. Αργότερα ακολούθησε τη νομική επιστήμη, έγινε δικηγόρος και διορίστηκε σε μια δημόσια θέση, στη γενέτειρά του, όπου εργάστηκε για … Dictionary of Greek